αμεταλαμπάδευτος

αμεταλαμπάδευτος
-η, -ο
αυτός που δε μεταδόθηκε στους άλλους σαν φως λαμπάδας: Η ελληνική σκέψη δεν έμεινε αμεταλαμπάδευτη στους άλλους μεσογειακούς λαούς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμεταλαμπάδευτος — η, ο [μεταλαμπαδεύω] αυτός που δεν μεταδόθηκε σε άλλους σαν φως λαμπάδας, αυτός που δεν διαδόθηκε, δεν εξακτινώθηκε με το φως τής παιδείας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”